- συνοίκηση
- η / συνοίκησις, -ήσεως, ΝΑ, και αττ. τ. ξυνοίκησις Α [συνοικῶ]1. συγκατοίκηση2. συμβίωση άνδρα και γυναίκαςνεοελλ.βιολ. μορφή συμβίωσης η οποία παρατηρείται κατ' εξοχήν στα κοινωνικά έντομα, λ.χ. στα μυρμήγκια, στους τερμίτες κ.ά., και κατά την οποία στην αντίστοιχη αποικία ζει, φιλοξενείται ένα άλλο είδος ζώου το οποίο ούτε ευνοείται, ούτε βλάπτεταιαρχ.1. κοινότητα, κοινωνία («μετέσχε τής ξυνοικήσεως», Αρρ.)2. μτφ. (σχετικά με πονηρές σκέψεις) το να τρέφει κανείς κάτι ενδόμυχα («οἱ... τοῑς ῥυπαροῑς... λογισμοῑς συζῶντες... ἀπαλλάσσονται τῆς πονηρᾱς αὐτῶν συνοικήσεως», Γρηγ. Νύσσ.)3. φρ. «συνοικήσεις πόλεων» — συναθροίσεις ανθρώπων που συγκροτούν πόλεις (Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.